- περισκάπτω
- ΝΜΑνεοελλ.σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρομσν.-αρχ.1. σκάβω γύρω γύρω2. παθ. περισκάπτομαια) ανασκάπτομαιβ) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισκαφή — η, Ν [περισκάπτω] η ενέργεια τού περισκάπτω, η διάνοιξη τάφρου γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
περίσκαψις — άψεως, ἡ, ΜΑ [περισκάπτω] το σκάψιμο γύρω γύρω … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek